σαθρός

σαθρός
σαθρ-ός, ά, όν,
A unsound,

σκυτέες τὰ σ. ὑγιέα ποιέουσι Hp.Vict.1.15

; of diseased or unsound parts of the frame, τὰ σ. ὑπὸ τῶν ἰητρῶν ὑγιαίνονται ibid.; γάλλοι καὶ ς. impotent, PGnom.244 (ii A.D.).
2 of a vessel, cracked, opp.

ὑγιής, εἴ πῄ τι σαθρὸν ἔχει, πᾶν περικρούωμεν Pl.Phlb.55c

;

εἴτε ὑγιὲς εἴτε σ. φθέγγεται Id.Tht.179d

; ἀγγεῖα τετρημένα καὶ ς. Id.Grg.493e; πίθοι σαθροί prob. in IG12.326.7; [

φωναὶ] σαθραὶ καὶ παρερρυηκυῖαι Arist.Aud.804a32

: metaph.,

ἡ κολακεία σαθρὸν ὑπηχεῖ Plu.2.64e

.
3 metaph., σ. κῦδος unsound fame, Pi. N.8.34; πρίν τι καὶ σαθρὸν μετεξετέροισι ἐγγενέσθαι before any unsound thought comes into their heads, i.e. before they prove traitors, Hdt.6.109;

σ. λόγοι E.Hec.1190

, Rh.639; τί τοῦτ' αἴνιγμα σημαίνεις ς.; Id.Supp.1064;

τοῦτ' ἐς γυναῖκας δόλιόν ἐστι καὶ σαθρόν Id.Ba.487

;

σ. μετάβασις Pl.Lg.736e

;

σ. ἐστι . . πᾶν ὅ τι ἂν μὴ δικαίως ᾖ πεπραγμένον D.18.227

;

εὕροιμ' ἂν ὅπῃ σαθρός ἐστι Pl.Euthphr.5c

;

εὑρήσει τὰ σαθρὰ τῶν ἐκείνου πραγμάτων ὁ πόλεμος D.4.44

;

τὰ σ. τῆς τυραννίδος Plu.Dio 23

. Adv., σαθρῶς ἱδρυμένος built on unsound foundations, Arist.EN1100b7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαθρός — unsound masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β …   Dictionary of Greek

  • σαθρός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο μη στερεός, αυτός που εύκολα μπορεί να καταρριφτεί: Σαθρό επιχείρημα. – Σαθρά θεμέλια. 2. σάπιος, σαραβαλιασμένος, αυτός που δεν έχει πλέον αντοχή: Σαθρή στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαθρά — σαθρός unsound neut nom/voc/acc pl σαθρά̱ , σαθρός unsound fem nom/voc/acc dual σαθρά̱ , σαθρός unsound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότερον — σαθρός unsound adverbial comp σαθρός unsound masc acc comp sg σαθρός unsound neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθροτέρων — σαθρός unsound fem gen comp pl σαθρός unsound masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρῶν — σαθρός unsound fem gen pl σαθρός unsound masc/neut gen pl σαθρόω make unsound pres part act masc voc sg (doric aeolic) σαθρόω make unsound pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σαθρόω make unsound pres part act masc nom sg σαθρόω make… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρόν — σαθρός unsound masc acc sg σαθρός unsound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότατα — σαθρός unsound adverbial superl σαθρός unsound neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρότατον — σαθρός unsound masc acc superl sg σαθρός unsound neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθραῖς — σαθρός unsound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”